-
1 σκευή
σκευή, ἡ, Rüstung, Geräth; σκευᾶς ἑτέρας εἰνάλιον πόνον, vom Fischergeräth, Pind. P. 2, 80; Kleidung, Anzug, Soph. O. C. 561; σκευῇ τῇδε τοῠ χάριν κοσμεῖς δέμας; Eur. Suppl. 1054, vgl. Bacch. 34; Ar. Ran. 108 u. öfter; Schmuck, apparatus, oft bei Her., 1, 24. 7, 15; σκυτίνη, 7, 71, u. sonst; ὅπλων, Thuc. 1, 8; ψιλή, 3, 94; Μηδικαὶ σκευαί, 1, 130; τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἡ ἄλλη σκευή, Plat. Rep. III, 414 d; πολεμικὴν σκευὴν ἐνδεδυκότες, Legg. XII, 947 c; Περσική, Xen. An. 4, 7, 27; später bes. der ganze Anzug eines Schauspielers, Sp.
-
2 σκευή
σκευή, ἡ, Rüstung, Gerät; σκευᾶς ἑτέρας εἰνάλιον πόνον, vom Fischergerät; Kleidung, Anzug; Schmuck, apparatus; später bes. der ganze Anzug eines Schauspielers
См. также в других словарях:
σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek