Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σκευᾶς ἑτέρας εἰνάλιον πόνον

См. также в других словарях:

  • σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»